- συνδιῳκονόμει
- σύν , διά-οἰκονομέωmanage as a house-stewardimperf ind act 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνδιοικονομώ — έω, Α διευθετώ, κανονίζω κάτι από κοινού με άλλον («πᾱσαν αὐτῇ συνδιῳκονόμει τὴν ἐπικειμένην φροντίδα», Γρηγ. Νύσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διοικονομῶ «κανονίζω, διευθετώ»] … Dictionary of Greek